κούδαρος

κούδαρος
και κούδαρης, ο, και (στη Σκιάθο) κούδας, ονομ. πληθ. κουδαραίοι
(στα κουδαρίτικα) πλανόδιος οικοδόμος, κτίστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με διαλεκτικό τ. τής Μακεδονίας-Ηπείρου κούδα, η «μεγάλη γενιά, συγγενολόι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουδαρίτικος — και κουδαρίστικος και (στη Σκιάθο) κουδίτικος, η, ο [κούδαρος] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουδαρίτικα ή κουδαρίστικα η συνθηματική γλώσσα τών κουδάρων ή κουδαραίων, τών πλανόδιων παραδοσιακών οικοδόμων τής Ηπείρου, κυρίως από την Κόνιτσα και τα… …   Dictionary of Greek

  • κούδαρης — ο βλ. κούδαρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”